κρανιωτά

κρανιωτά
τα
ζωολ. άλλη ονομασία τών σπονδυλοζώων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. craniota < crani(o)- (< μσν. λατ. cranium < κρανίον) + κατάλ. -ota)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το …   Dictionary of Greek

  • χορδωτά — Τύπος μεταζώων με αμφίπλευρη συμμετρία, το σώμα των οποίων διασχίζεται ολόκληρο ή κατά ένα μέρος –σε όλη τη ζωή τους ή μόνο στην εμβρυϊκή και νεανική περίοδο– από 3 αξονικά όργανα, που ακολουθούν πορεία από τη ράχη προς την κοιλιά και είναι: ο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”